- πολυαίματος
- -η, -ο / πολυαίματος, -ον, ΝΑαυτός που έχει πολύ αίμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + αἷμα, -ατος (πρβλ. αν-αίματος, φιλ-αίματος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυαίματος — full of blood masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαίματος — η, ο αυτός που έχει πολύ αίμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυαίματον — πολυαίματος full of blood masc/fem acc sg πολυαίματος full of blood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαιμάτου — πολυαίματος full of blood masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek